Δύο τάσεις επηρέασαν κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια την αντιμετώπιση της Τουρκίας από τη χώρα μας. Η πρώτη τάση μπορεί να ονομασθεί «ο κατευνασμός του θηρίου» και διαπνέεται από φόβο και υποχωρητικότητα. Η δεύτερη τάση μας καλεί να υποτιμούμε την Τουρκία λόγω των προβλημάτων της. Θεωρώ και τις δύο απόψεις λανθασμένες.
Η πρώτη σχολή σκέψης μάς καλούσε να βοηθήσουμε την Τουρκία να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εκφραστές της έκαναν απαράδεκτες υποχωρήσεις και αναγνώρισαν «ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας» στο Αιγαίο. Πρότειναν να αλλάξουμε τα σχολικά βιβλία Ιστορίας και να αθωώσουμε τους Οθωμανούς και τους Νεοτούρκους για τα εγκλήματά τους. Διαστρέβλωσαν την Ιστορία μας για «να μην ενοχλούμε τους Τούρκους». Χόρευαν ζεϊμπέκικα με μία τουρκική κυβέρνηση, η οποία είχε Αντιπρόεδρο τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί, αρχηγό του ακραίου Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης.
Η πολιτική αυτή απέτυχε. Οδήγησε σε αποθράσυνση της Τουρκίας. Σήμερα στην Ευρώπη ουδείς συζητεί σοβαρά για το ενδεχόμενο εντάξεως της Τουρκίας στην Ε.Ε. Όσο δε για τα σχολικά βιβλία η γείτων χώρα ακολουθεί εθνικιστική κατεύθυνση.
Η άλλη τάση μάς καλεί να θεωρήσουμε αποτυχημένο τον Ερντογάν. Προβάλλει τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας, χαρακτηρίζει φαιδρούς τους πολιτικούς ηγέτες της και υπόσχεται ότι σύντομα η Τουρκία θα υποστεί διάφορες ταπεινώσεις και καταστροφές.
Θεωρώ εσφαλμένη αυτή την υποτίμηση της Τουρκίας. Ο Ερντογάν είναι ακόμη ισχυρός στο εσωτερικό, αλλά και αν φύγει από την εξουσία οι διάδοχοί του, ασχέτως ιδεολογίας, πιθανόν να είναι εξ ίσου ή ακόμη πιο επιθετικοί έναντι της Ελλάδος. Η τουρκική λίρα όντως κατρακυλά, αλλά υπάρχει και μία πολύ ισχυρή παραοικονομία, η οποία στηρίζει αφανώς την οικονομία. Παρά τα προβλήματά της η Τουρκία παραμένει ένας υπολογίσιμος παράγοντας στην περιοχή. Δεν είναι περιφερειακή υπερδύναμη, όπως θα ήθελαν οι ηγέτες της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι στρατιωτικά και γεωπολιτικά αμελητέα.
Μεταξύ φόβου και υποτίμησης η πραγματιστική αντιμετώπιση, η οποία ακολουθήθηκε από σοβαρούς πολιτικούς, υπαγορεύει ενδυνάμωση της αμυντικής μας θωράκισης, αξιοποίηση των ευρωπαϊκών και διεθνών στηριγμάτων μας, καθώς και συνεργασίες με χώρες όπως είναι η Αίγυπτος, το Ισραήλ κ.ά.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρώ επιτυχή την αντιμετώπιση από την κυβέρνηση το Κυριάκου Μητσοτάκη της απόπειρας μεθοδευμένης εισβολής μεταναστών από τον Έβρο πέρσι. Επίσης πιστεύω ότι ήταν έξυπνη κίνηση ή πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στη Λιβύη. Στις ορθές κινήσεις εντάσσεται και η προχθεσινή απάντηση του Νίκου Δένδια στον Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Η αξιοπιστία της ελληνικής διπλωματίας θα κριθεί σε δύο εβδομάδες στην Πενταμερή Διάσκεψη για την Κύπρο υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Αν η Τουρκία επιμείνει για λύση δύο κρατών δεν πρέπει να συνεχίσουμε τη συζήτηση. Αν δεχθούμε τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής του 1974 θα γκρεμίσουμε ό,τι καλό οικοδομήσαμε στον τομέα της αποτροπής.
Η Ελλάς και η Κύπρος βρίσκονται στο σταυροδρόμι των ενεργειακών δρόμων και μάλιστα ανάμεσα σε δύο σημαντικά στενά θαλάσσια περάσματα. Το πολύτιμο για όλους Σουέζ, που έκλεισε για λίγες ημέρες και όλη η Υφήλιος ταράχθηκε. Και τον Βόσπορο, πέρασμα πλοίων από τον Εύξεινο προς τη Μεσόγειο, που τον θυμηθήκαμε λόγω των σχεδίων για τη Διώρυγα της Κωνσταντινούπολης. Ας αξιοποιήσουμε τη στρατηγική θέση μας!
Άρθρο στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, 17.4.2021