Κάθε χρόνο τον μήνα Απρίλιο ο νους μου τρέχει στο Μεσολόγγι. Περνούν μπροστά μου οι ιερές σκιές των Ελευθέρων Πολιορκημένων και των ηρωικώς πεσόντων κατά την Έξοδο. Συλλογίζομαι πώς άντεξαν τόσο καιρό την πολιορκία μέσα στην πείνα, τις κακουχίες και το κανονίδι. Θαυμάζω το πείσμα, την υπομονή και την επιμονή των ανθρώπων που κράτησαν ψηλά την σημαία της Ελευθερίας και της Αξιοπρέπειας εκεί επάνω, στον φράχτη. Διότι φράχτης ήταν το περίφημο …. τείχος που περιέβαλλε το Μεσολόγγι. Άλλωστε έτσι περιφρονητικά δεν το ονόμασε και ο Ιμπραήμ πασάς για να τονίσει την ανικανότητα του Κιουταχή;
Δεν στολίστηκαν με βάγια οι εκκλησιές εκείνον τον Απρίλη του 1826. Η Επανάσταση κινδύνευε να καταρρεύσει εξ αιτίας κυρίως της εσωτερικής διχόνοιας. Αλλά ήλθε η Θυσία των Ελευθέρων Πολιορκημένων να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά, να φιλοτιμήσει τους Έλληνες, να αφυπνίσει τους ξένους. Ήλθε η Έξοδος του Μεσολογγίου για να δείξει σε όλους ότι ο σπόρος του Ρήγα είχε βλαστήσει και ότι το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» είχε χαραχθεί βαθιά μέσα στην ψυχή των αγωνιζομένων.
Ξεφυλλίζω νοερά τις σελίδες της Ιστορίας και βλέπω μπροστά μου τα παιδιά του Μεσολογγίου να αμιλλώνται σε παλληκαριά τους μεγάλους. Δεκαπεντάχρονοι, όπως ο θρυλικός Ντάης Βορίλας και άλλοι, ήσαν εκείνοι που οδηγούσαν τα πριάρια, τα πλοιάρια της λιμνοθάλασσας με την επίπεδη καρίνα, και μετέφεραν εφόδια στους υπερασπιστές των μικρών νησίδων. Χάρις σ’ αυτούς κράτησαν, όσο κράτησαν, οι Έλληνες την Κλείσοβα, το Βασιλάδι, τον Ντολμά.
Βλέπω να παρελαύνουν μπροστά μου οι γενναίοι οπλαρχηγοί που συνδύαζαν την τόλμη με την ευφυία. Μεσολογγίτες, Σουλιώτες και άλλοι επινοούσαν συνεχώς διάφορα τεχνάσματα για να παραπλανούν τους Τούρκους του Κιουταχή και τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ. Πως να μην θαυμάσει κανείς την ιδέα του Θανάση Ραζικότσικα, που έχυσε επίτηδες το τελευταίο απόθεμα νερού μπροστά στους απεσταλμένους των πασάδων μόνο και μόνο για να τους δείξει ότι οι πολιορκημένοι είχαν αρκετά εφόδια. Την ώρα που οι ταλαίπωροι πέθαιναν από την πείνα και την δίψα!
Τώρα περνούν από μπροστά μου σαν σελίδες παλιού βιβλίου οι τελευταίες στιγμές πριν από την Έξοδο. Πρόσωπα πελιδνά από την πείνα και την κούραση, αλλά όχι φοβισμένα. Ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ μεταδίδει την Θεία Κοινωνία στους πολεμιστές και στα γυναικόπαιδα. Σε λίγες ώρες μαζί με τον Χρήστο Καψάλη ο Δεσπότης υπογράφει άλλη μια σελίδα θυσίας, από τις πάμπολλες που βρίσκουμε στην Ιστορία του Γένους. Εκεί στον Ανεμόμυλο ο Ρωγών Ιωσήφ γίνεται παρανάλωμα του πυρός μαζί με τους ηλικιωμένους που δεν ακολούθησαν στην Έξοδο. Αλλά αυτό το πυρ δεν καίει. Είναι πυρ καθαγιάζον, καθαίρον, δοξάζον. Οι Τούρκοι τον βρήκαν ημιθανή μετά την έκρηξη και τον εφόνευσαν.
Μα, να κάποιοι γλύτωσαν από την φονική ενέδρα του εχθρού που περίμενε ειδοποιημένος -άγνωστο πως -έξω από τα τείχη. Ο Νότης Μπότσαρης κατάφερε να τους οδηγήσει στο μοναστήρι του Αγίου Συμεώνος, στον Άι Συμιό, όπως το ήξεραν πάντα οι Μεσολογγίτες. Εκεί θα κλάψουν γι’ αυτούς που χάθηκαν και θα δοξάσουν τον Θεό αυτοί που σώθηκαν. Ο Άι Συμιός με το ειδυλλιακό τοπίο του τους ξεκουράζει και τους δίνει θάρρος. Σήμερα περνούμε ως ευλαβικοί προσκυνητές και χειροκροτούμε τον «Δρόμο της Θυσίας». Εις μνήμην των πεσόντων και των αγωνισθέντων κατά την Έξοδο.
Και πώς να λησμονήσω τον ποιητή; Τον Διονύσιο Σολωμό που άκουγε από την Ζάκυνθο τα βαριά κανόνια των Τουρκοαιγυπτίων και αναστέναζε: «Βάστα καημένο Μεσολόγγι»! Ο αναστεναγμός έγινε ποιητική δημιουργία και το αράπικο κανόνι έγινε πηγή έμπνευσης για τον ευσυγκίνητο Επτανήσιο. Και νάτον, τον βλέπω αρκετά χρόνια μετά, αφού η θύμιση των γεγονότων είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, να κάθεται στο γραφείο του και να γράφει. Έγραφε και έσχιζε, ξανάγραφε και πάλι έσχιζε. Τρία σχεδιάσματα ανολοκλήρωτα μας άφησε για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Μεσολογγιού, που αυτός πρώτος τους βάφτισε έτσι. Και από τότε όλοι ψιθυρίζουμε η ψάλλουμε τους στίχους του και μεταφερόμαστε νοερά στο πεδίο της μάχης. Μαζί με τους ολίγους που αντιστάθηκαν στους πολλούς. Μαζί με αυτούς που «δεν τους βαραίνει ο πόλεμος, μα έγινε πνοή τους». Κι έτσι τολμούσαν να αντιμετωπίζουν «Αραπιάς άτι, Γάλλου νου, βόλι Τουρκιάς, τόπι Άγγλου». Μαζί τους κι ο Σουλιώτης που μουρμουρίζει:
«Έρμο ντουφέκι σιωπηλό , τι σ’ έχω εγώ στο χέρι,
όπου συ μούγινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»!
Κι όμως άντεξαν κι αγωνίσθηκαν, διότι είχαν το Χρέος προς την Πίστη και την Πατρίδα γραμμένο «μέσ’ στ’ Άγιο Βήμα της Ψυχής». Και απεφάσισαν μετά λόγου γνώσεως την Έξοδο ξέροντας καλά ότι :
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει» .
Αλλά δεν πέθαναν. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι ζουν και θα ζουν αιωνίως στην ψυχή του Γένους και στη μνήμη όλης της Ανθρωπότητος. Θα μάς χαρίζουν μήνυμα ελπίδας και εξόδου από τη σύγχρονη πνευματική και οικονομική κρίση. Και θα διαλαλούν ες αεί ότι: «Χριστός Ανέστη! Η Ελλάς Ανέστη! Η Ελευθερία Ανέστη!»
Άρθρο μου στην εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ – Απρίλιος 2015