Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία αναζωπύρωσαν τις συζητήσεις για τις σχέσεις μας με τη Ρωσία. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι άλλο πράγμα είναι ο ρωσικός λαός, ο οποίος διακατέχεται από σεβασμό προς την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία, και άλλο πράγμα είναι τα κρατικά συμφέροντα της Ρωσίας, που συνδέονται με ιστορικές, στρατηγικές και ενεργειακές παραμέτρους. Οι σχέσεις των δύο λαών είναι και πρέπει να παραμείνουν φιλικές και η κοινή ορθόδοξη πίστη αποτελεί αναμφιβόλως σημαντικό παράγοντα προσεγγίσεως και αλληλοκατανοήσεως. Πέραν τούτου, όμως, υπάρχουν και άλλα στοιχεία τα οποία πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν για να διαμορφώσει η ελληνική εξωτερική πολιτική μια ισορροπημένη στάση χωρίς να συγκρουστεί με τους δυτικούς εταίρους της και ταυτοχρόνως χωρίς να υπονομεύσει τις καλές ελληνορωσικές σχέσεις.
Προσωπικά διαφωνώ με τους φανατικά ρωσόφιλους, οι οποίοι πανηγυρίζουν κάθε φορά που εμφανίζεται στο Αιγαίο ένα ρωσικό πολεμικό πλοίο, σαν να πρόκειται να λυθούν αυτομάτως όλα τα εθνικά ζητήματά μας. Θυμίζω ότι οι Ρώσοι μάς πίκραναν κατά καιρούς σε κρίσιμα θέματα. Στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα μάς χρησιμοποίησαν κατά της Τουρκίας και τελικά μας άφησαν να σφαζόμαστε από τους Τουρκαλβανούς. Ηταν τα περίφημα Ορλωφικά, όταν η αυτοκράτειρα Μεγάλη Αικατερίνη με τους αδελφούς Ορλώφ ετοίμαζαν την προέλαση της Ρωσίας προς τα οθωμανικά εδάφη. Ο ρωσικός εθνικισμός ήθελε από τότε την Κωνσταντινούπολη (Τσάριγκραντ στα ρωσικά). Η Πόλη των ονείρων του Ελληνισμού πάντα βρισκόταν στο επίκεντρο των πανσλαβιστικών επιδιώξεων. Αλλωστε, και ο σπουδαίος Ντοστογιέφσκι ονειρευόταν την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης για να λειτουργήσουν Ρώσοι ιερείς στην Αγία Σοφία.
Το μακεδονικό ζήτημα στα τέλη του 19ου αιώνα προκλήθηκε από τον Πανσλαβισμό, τον οποίο υποκινούσε η Ρωσία μέσω του κόμητος Ιγνάτιεφ, πρέσβεως στην Κωνσταντινούπολη. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες εξυπηρετούσαν, μεταξύ άλλων, και τον ρωσικό στόχο της καθόδου στις θερμές θάλασσες.
Αλλά και στον εκκλησιαστικό τομέα η ορθόδοξη αλληλεγγύη δεν είναι πάντοτε δεδομένη. Τον 19ο αιώνα ο ρωσικός εθνικισμός κινήθηκε στην Παλαιστίνη κατά του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ενώ και σήμερα βλέπουμε το Πατριαρχείο της Μόσχας να αμφισβητεί τον ρόλο και τα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οσον αφορά δε τις προφητείες για το ξανθό γένος επί Τουρκοκρατίας, αυτές δεν ελέχθησαν από αγίους της Ορθοδοξίας, αλλά από τον λόγιο Θεόκλητο Πολυειδή, με στόχο τη διατήρηση της ελπίδας.
Αυτές οι επιφυλάξεις ας είναι πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Δεν πρέπει, όμως, να φτάνουμε σε επίπεδα ρωσοφοβίας, τα οποία εμφανίζονται σε ορισμένες κυβερνήσεις ή ΜΜΕ των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Η Ελλάς πρέπει πρωτίστως να διασφαλίσει τα δικά της εθνικά συμφέροντα και εν όψει νέων σχεδίων στο Κυπριακό ή άλλων πιέσεων στα εθνικά θέματα οφείλει να υπολογίζει τον ρόλο της Ρωσίας ως μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Δικαιούται επίσης η χώρα μας να αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις με τη Ρωσία στους τομείς της ενέργειας, του τουρισμού, του πολιτισμού και να αξιοποιήσει την κοινή ορθόδοξη βυζαντινή κληρονομιά. Σήμερα η χώρα μας οφείλει να λάβει υπ’ όψιν την ευαισθησία και τα συμφέροντα της Μόσχας στην Ουκρανία, της οποίας η πρωτεύουσα υπήρξε το λίκνο της ρωσικής Ορθοδοξίας. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς, όταν μιλούν για τον λαό των Ρως, όπως ελέγοντο, αναφέρονται κυρίως στο Κίεβο. Οταν η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό, δεν γινόταν λόγος για Ουκρανία, αλλά για Μικρά Ρωσία.
Ας μην επηρεαζόμαστε από τη ρωσοφοβία ορισμένων κυβερνήσεων, όπως π.χ. η Πολωνία, η οποία όμως κατείχε επί αιώνες ουκρανικά εδάφη. Απαιτούνται λεπτές ισορροπίες. Τα σύνορα πρέπει να παραμείνουν αμετάβλητα χωρίς αποσχίσεις εδαφών, με ταυτόχρονη διασφάλιση των ρωσικών συμφερόντων και πληθυσμών στην Κριμαία.