(Ἀπό τόν Ἅγιο Πολύκαρπο στον Ἅγιο Χρυσόστομο Σμύρνης)
Οἱ Χριστιανικές καταβολές τῆς Μικρασιατικῆς γῆς ἀποδεικνύονται ἀπό τά ὀνόματα τῶν 7 Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου (Ἔφεσος, Σμύρνη, Πέργαμος, Λαοδικεία, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Θυάτειρα) καί ἀπό τήν ἵδρυση χριστιανικῶν κοινοτήτων ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Μεγάλες Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἔλαβαν χώρα στήν Μικρασιατική γῆ καί συγκεκριμένα τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια, τό 451 μ.Χ. στήν Χαλκηδόνα.
Τήν γῆ αὐτή ἁγίασαν μέ τό αἷμα τους ἤ μέ τόν ὁσιακό βίο τους καί τήν διδασκαλία τους μεγάλες μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἤδη ἀπό τόν 2ο μ.Χ. αἰῶνα ἡ ἑλληνοκατοικημένη Μικρά Ἀσία γίνεται τόπος μαρτυρίου γιά πολλούς Χριστιανούς, πού κατεδιώκοντο ἀπό τήν εἰδωλολατρική Ρωμαϊκή ἐξουσία. Κορυφαῖος μεταξύ αὐτῶν ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης, τοῦ ὁποίου τό μαρτύριο τοποθετεῖται μεταξύ τοῦ 156 μ.Χ. καί τοῦ 168 μ.Χ. Ἀπό τόν 3ο Τόμο τῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ) καταγράφουμε τίς τελευταῖες στιγμές του: Ὄχλος ἀντιχρίστων ὠρύεται τήν ὥρα, πού δικάζει τόν Ἅγιο ὁ Ἀνθύπατος Στάτιος Κοδρᾶτος. Ζητοῦν τήν θανάτωση τοῦ Πολυκάρπου.
Τήν στιγμή ἐκείνη φωνή Κυρίου ἀκούεται ἀπό τόν οὐρανό καί ἐνθαρρύνει τόν ὑπερήλικα Ἐπίσκοπο. «Ἴσχυε, Πολυκαρπε καί ἀνδρί ζου». Ὁ Ἀνθύπατος τοῦ ζητεῖ νά ἀπαρνηθεῖ τόν Χριστό, γιά νά σώσει τήν ζωή του. Καί ὁ «πάνυ γηραλέος» Ἐπίσκοπος τοῦ ἀπαντᾶ: «Ὀγδοήκοντα καί ἕξ ἔτη δουλεύω αὐτῷ καί οὐδέν μέ ἠδίκησεν, καί πῶς δύναμαι βλασφημῆσαι τόν Βασιλέα μου, τόν σώσαντά με». Ὁ Ἀνθύπατος τόν φοβερίζει ὅτι θά τόν ρίξει στήν φωτιά. Ἤρεμος ὁ Ἅγιος ἀπαντᾶ:
«Μέ φοβερίζεις μέ τή φωτιά, πού ἀνάβει γιά μιά στιγμή καί σβήνει. Δέν ξέρεις τήν φωτιά τῆς μέλλουσας κρίσης καί τῆς αἰωνίου κολάσεως, πού περιμένει τούς ἀσεβεῖς. Κάνε αὐτό πού θέλεις! Μή ἀργεῖς!». Ὁ Ἀνθύπατος ἐξοργισμένος ἀπό τήν θαρραλέα ἀπάντηση τοῦ Πολυκάρπου προστάζει τόν κήρυκα καί ἐκεῖνος ἐρεθίζει τά πλήθη, πού ξεχύνονται, μαζεύουν ξύλα, ἀνάβουν φωτιά. Δένουν τά χέρια τοῦ σεβασμίου γέροντος καί τόν ρίχνουν στή πυρά. Τότε γίνεται τό θαῦμα! Οἱ φλόγες τῆς φωτιᾶς κάνουν καμπύλες, παρακάμπτουν τό σῶμα τοῦ Πολυκάρπου. Ὁ Ἀνθύπατος ἀπορεῖ, φοβᾶται. Καταλαβαίνει τήν μεγάλη προσβολή, πού τόν περιμένει καί διατάσσει τούς στρατιῶτες νά τρυπήσουν μέ τά ξίφη τους τό σῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀπό τό αἷμα του σβήνει ἡ φωτιά. Ἀλλά ἡ ψυχή τοῦ Ἁγίου ἤδη ἔχει ἀνέβει στόν οὐρανό. Καί τό νεκρό σῶμα , ὅμως, τό φοβοῦνται οἱ εἰδωλολάτρες. Γι᾽ αὐτό ὁ Ἀνθύπατος προ στάζει νά τό κάψουν. Κάποιοι θαρραλέοι Χριστιανοί ἔτρεξαν καί πρό λαβαν νά συλλέξουν μερικά ἀπό τά λείψανα τοῦ Ἁγίου, τά ὁποῖα δια σώζονται μέχρι σήμερα καί θαυματουργοῦν. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη του στίς 23 Φεβρουαρίου.
Μικρά Ἀσία εἶναι καί ὁ Πόντος. Γι᾽ αὐτό ἀξίζει νά στρέψουμε τό νοῦ μας στήν ἱερά μνήμη τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου τοῦ Τραπεζουντίου, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε στίς 21 Ἰανουαρίου 292 μέ διαταγή τοῦ τοπικοῦ ἄρχοντος Λυσία. Ἡ τιμή του καθιερώθηκε ἐπί τῶν Αὐτοκρατόρων Μεγάλων Κομνηνῶν καί ἐτιμᾶτο στήν Τραπεζοῦντα, ὅπως ἐτιμᾶτο καί ὁ Ἅγιος Δημήτριος στήν Θεσσαλονίκη. Ὁ Ἱ. Ναός του στόν ὁμώνυμο λόφο ἔξω ἀπό τά τείχη περιεῖχε τό σπήλαιο, ὅπου συνελήφθη ἀπό τούς δημίους του. Τό σπήλαιο ἀνεκαλύφθη στούς νεωτέρους χρόνους (1898) ἀπό τόν λόγιο ἐκπαιδευτικό Ματθαῖο Παρανίκα μέσα σέ καπνοχώραφα. Τά χαριτόβρυτα ἰαματικά Λείψανά του προσεκυνοῦντο ἀπό τόν λαό, ἀλλά καί ἀπό εὐσεβεῖς αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Βασίλειος Β´. Τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου ἔγραψε τόν ΙΑ´ αἰῶνα ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Ξιφιλῖνος μαζί μέ τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων Κανιδίου, Οὐαλεριανοῦ καί Ἀκύλα, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν τήν ἴδια ἡμέρα μέ τόν Εὐγένιο.
Κάθε Μάρτιο μέσα σέ τέσσερις ἡμέρες τιμοῦμε τή μνήμη πολλῶν Μικρασιατῶν μαρτύρων. Στίς 9 Μαρτίου τιμοῦμε τούς 40 μάρτυρες τῆς Σεβαστείας, πού θανατώθηκαν μέσα στά παγωμένα νερά τῆς λίμνης ἐπί αὐτοκράτορος Λικινίου. Ὅμως στίς 6 Μαρτίου τιμοῦμε τούς 42 μάρτυρες τούς ἐν Ἀμορίῳ. Θά μείνουμε λίγο περισ σότερο στήν ἱστορία τους, διότι ἀπο τελεῖ τό προοίμιο τῶν νεομαρτύρων τῆς Τουρκοκρατίας. Δέν θανατώθηκαν ἀπό Ρωμαίους εἰδωλο λάτρες, ἀλλά ἀπό Ἄραβες Μουσουλμάνους τό 845 μ.Χ. Ἦσαν ἀξιωματικοί τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ στήν πόλη Ἀμόριο, ἡ ὁποία ὑπῆρξε καί γενέτειρα Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Τό 838 οἱ Σαρακηνοί Ἄραβες κατέλαβαν τήν πόλη κι ἔσφαξαν 4.000 Χριστιανούς. Οἱ 42 ἀξιωματικοί κρατή θηκαν ἐπί 7 χρόνια στή φυλακή καί ἐπιέζοντο συνεχῶς νά ἀλλαξοπιστήσουν.
Ὅπως μᾶς διηγεῖται τό κείμενο τοῦ μοναχοῦ Εὐωδίου οἱ 42 φυλακισμένοι ἔψαλλαν συνεχῶς τόν Ψαλμό τοῦ Δαυίδ «οὐ μή ἀποστῶμεν ἀπό σοῦ, ἀλλ᾽ ἕνεκέν σου θανατούμεθα ὅ λην τήν ἡμέραν». Οἱ φύλακες τούς ἐχλεύαζαν λέγοντας ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη μία γυναίκα κυβερνοῦσε τό Βυζάντιο: «Γυνή γάρ τῆς Ρωμανίας σήμερον βασιλεύει».
Παρά τίς πιέσεις οἱ στρατιωτικοί αὐτοί ἔμειναν πιστοί καί στήν Πίστη καί στήν Πατρίδα καί τελικῶς θανατώθηκαν ἀπό τούς ἀλλόθρησκους κατακτη τές τῆς πόλεως. Ὁ προαναφερθείς Εὐώδιος τούς ὀνομάζει «τρισαριστεῖς», δηλαδή ἀριστεύσαντες τρεῖς φορές. Πρῶτον διότι δέν προσεχώρησαν στήν εἰκονομαχία, δεύτερον διότι ἔμειναν πιστοί στόν Χριστό καί τρίτον διότι δέν πρόδωσαν τήν Πατρίδα τους.
Βλέπουμε ἤδη τήν ἐποχή ἐκείνη νά διαμορφώνεται ἡ σταθερή ἑλληνορθόδοξη ἀντίληψη ὅτι ὅποιος ἐγκαταλείπει τήν Ὀρθοδοξία –ἑκουσίως ἤ διά τῆς βίας— χάνεται καί γιά τόν Ἑλληνισμό. Μία ἀντίληψη, πού ἔγινε πλέον βίωμα καί συνείδηση στούς Ρωμηούς ἐπί Τουρκοκρατίας σέ ὅλα τά ὑπόδουλα ἑλληνικά ἐδάφη καί περισσότερο στήν Μικρά Ἀσία.
Κεντρική θέση, κυριολεκτικά καί μεταφορικά, στήν Μικρασιατική γεωγραφία καί ἱστορία κατέχει ἡ Καππαδοκία. Ἐκεῖ γεννήθηκαν ἤ ἔδρασαν σπουδαῖες μορφές τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἡ Ἁγία Νίνα, πού ἐκχριστιάνισε τήν Γεωργία τοῦ Καυκάσου, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν Καππαδοκία καί μαρτύρησε στά τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. στήν Παλαιστίνη, ἡ Ἁγία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου, ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, ὁ Ἅγιος Βλάσιος, ὁ Ἅγιος Ζήνων καί πολλοί ἄλλοι. Ἀπό τόν 7ο αἰῶνα μ.Χ. ἡ Καππαδοκία καθίσταται μεγάλο κέντρο μοναχισμοῦ καί ἀσκήσεως. Στήν κοιλάδα τῶν Κοράμων —σημερινό Γκιόρεμε— βλέ πει ὁ σύγχρονος ἐπισκέπτης τίς τρύπες καί τίς σπηλιές, πού προσ έφερε ἡ ἰδιόμορφη γεωλογική δια μόρφωση γιά τήν ἀσφαλῆ ἐγκαταβίωση τῶν Ὀρθοδόξων ἀσκη τῶν. Γιά τό ἑλληνορθόδοξο Βυζαντινό Κράτος, τήν Ρωμανία, ὅπως τό ἀναφέρουν τά κείμενα τῆς ἐποχῆς, ἡ Καππαδοκία ἦταν ἀκριτική, μεθοριακή, περιοχή καί ἐπί αἰῶνες δεχό ταν τά πρῶτα κύματα τῶν Ἀραβικῶν ἐπιθέσεων.
Ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ θρύλος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα καί ὁ κύκλος τῆς ἀκριτικῆς ἐπικῆς ποιήσεως. Ἡ κορυφαία πάντως στιγμή τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Δ´ αἰώνας, ὅταν γεννήθηκαν καί ἀνδρώθηκαν ἐκεῖ τρεῖς διακεκριμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Μέγας Βασίλειος, Ἐπίσκοπος Καισαρείας, ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος, Ἐπίσκοπος Νύσσης, καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀπό τήν Ναζιανζό, πού ἀνεδείχθη Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Σήμερα οἱ μελετητές τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τους τούς θεωροῦν, μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, πού γεννήθηκε στήν Ἀντιόχεια τῆς τότε ἑλληνιστικῆς Συρίας, ὡς τούς Χριστιανούς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τόνισαν τήν ἀξία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί βοήθησαν στήν δημιουργική συν άντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ προτροπή τοῦ Βασιλείου στούς νέους νά μελετοῦν τά ἀρχαῖα κείμενα, ὅπως ἀναλύεται στήν ἐπιστολή του «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων».
Στή Μικρασιατική γῆ ἔδρασε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης ὁ Ἐλεήμων, ο ἐκ Διδυμοτείχου. Διαδέχθηκε στόν θρόνο τοῦ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος τόν πεθερό του Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι, ὅταν ὁ κανονικός Πατριάρχης καί ὁ νόμιμος Αὐτοκράτωρ εἶχαν μεταφερθεῖ στή Νίκαια τῆς Μικρασιατικῆς Βιθυνίας. Ἦταν ἡ ἐποχή τῶν Σταυροφοριῶν καί ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε καταληφθεῖ (1204-1261) ἀπό τούς στρατιῶτες τῆς Δ΄ Σταυροφορίας. Ὁ Βατάτζης κυβέρνησε μέ σύνεση, πατριωτισμό και φιλανθρωπία ἀπό τό 1222 ἕως τό 1254. Ἐτάφη στή Μονή Σωσάνδρων κοντά στό Νύμφαιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Οἱ κάτοικοι τῆς μικρασιατικῆς Μαγνησίας τόν τιμοῦσαν ὡς Ἅγιο μέχρι και τήν καταστροφή τοῦ 1922.
Αὐτή τήν παράδοση τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδείας διετήρησε ἡ Μικρά Ἀσία καί μέχρι τήν καταστροφή τοῦ 1922. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ σύσταση τοῦ τότε Μητροπολίτου Σμύρνης και μετέπειτα Ἁγίου καί Ἐθνομάρτυρος Πατριάρχου Κων/πόλεως Γρηγορίου Ε´, ὁ ὁποῖος ἔγραφε τό 1819 πρός τά σχολεῖα τῆς Σμύρνης: «Οἱ διδάσκαλοι νά ἀναδεικνύωσιν τούς μαθητιῶντας Χριστιανούς ἑλληνίζοντας τάς φράσεις καί Ἕλληνας χριστιανίζοντας τά δόγματα, τά ἤθη καί τούς τρόπους». Μέ αὐτό τό ἐκπαιδευτικό ἰδεῶδες, Ἑλληνική γλῶσσα καί γραμματεία, Χριστιανική Πίστη καί ἠθική, ἐπιβιώσαμε ἐπί αἰῶνες κάτω ἀπό ποικίλες δουλεῖες. Μήπως σήμερα πού εἴμαστε ἐθνικῶς ἐλεύθεροι κινδυνεύουμε νά χάσουμε τήν ταυτότητά μας ἀπεμπολῶντας τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση στό ὄνομα ἀμφιβόλων καί ξενόφερτων δῆθεν «προοδευτισμῶν»;
Ὁ Μικρασιατικός Ἑλληνισμός διετήρησε τήν ταυτότητά του μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας του. Στήν Καππαδοκία ἐπί Τουρκοκρατίας 18 ἑλληνικά χωριά γύρω ἀπό τά Φάρασα ἀναγκάσθηκαν νά τουρκοφωνήσουν, ἀλλά ἀποφάσισαν νά κρατήσουν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Μιλοῦσαν τουρκικά, ξέχασαν τά ἑλληνικά, καί ἡ μόνη τους ἐπαφή μέ τήν γλῶσσα τῶν πατέρων τους ἦταν ἐπί αἰῶνες ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο στά ἑλληνικά. Οἱ Ὀρθόδοξοι τουρκόφωνοι Καππαδόκες, γνωστοί καί ὡς καραμανλῆδες, διέσωσαν τήν ἐθνική τους συνείδηση χάρις στήν Ὀρθοδοξία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐκ Φαράσων, ὁ Χατζηεφέντης ὅπως τόν ἔλεγαν, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τό 1924, σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἀναγκαστική μετακίνησή του στήν Ἑλλάδα.
Τήν χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας συμπληρώνουν οἱ Ἐθνοϊερομάρτυρες Ἐπίσκοποι, πού μαρτύρησαν τό 1922 ἀρνούμενοι νά ἐγκαταλείψουν τό ποίμνιό τους. Δηλαδή ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος, ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος, ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος, ὁ Ἰκονίου Προκόπιος καί ὁ Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ ἥρωας τοῦ Ποντιακοῦ ἀγῶνος.
Ἐμεῖς σήμερα πρέπει μέ κάθε εὐκαιρία νά τιμοῦμε τούς Ἁγίους καί τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου. Δηλώνουμε δέ πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι ἐπιθυμοῦμε τήν εἰρήνη μέ τούς γείτονες, ὄχι ὅμως εἰς βάρος τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας. Ζητοῦμε τήν πλήρη ἀναγνώριση τῆς Μικρασιατικῆς καί Ποντιακῆς Γενοκτονίας καί τραγουδοῦμε τόν ποντιακό θρῆνο τῆς Ἁλώσεως, πού μᾶς διδάσκει ὅτι: «Ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασε, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο».
Άρθρο στην ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Σεπτεμβρίου 2020