Στις 9 Ιουλίου η Κύπρος τιμά τη μνήμη των κληρικών και των λαϊκών που θανατώθηκαν βιαίως από τους Τούρκους το 1821 ως ύποπτοι για συμμετοχή στον Πανελλήνιο ξεσηκωμό. Ο διοικητής Κουτσούκ Μεχμέτ έφερε τουρκικό στρατό για να αποτρέψει την εξέγερση των Ελλήνων της Μεγαλονήσου, πολλοί από τους οποίους είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρία. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, τρεις Επίσκοποι, όλοι οι ηγούμενοι των Ορθοδόξων Μονών και εκατοντάδες προκρίτων και επιφανών πολιτών απαγχονίσθηκαν ή αποκεφαλίσθηκαν στη Λευκωσία αυτές τις καυτές ημέρες του Ιουλίου. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που φιλοτέχνησε με ποιητικό τρόπο και στην κυπριακή διάλεκτο ο Κύπριος ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης, ο οποίος έζησε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνος.
Ο Κυπριανός αφού αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει απαντά αγέρωχα στις απειλές του Τούρκου διοικητή ότι θα σφάξει όλους τους Ρωμηούς (Ορθόδοξους Έλληνες) στην Κύπρο:
Η Ρωμηοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου
Κανένας δεν ηβρέθηκεν για να την ιξηλείψη
Κανένας γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου
Η Ρωμηοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη.
………………………………………………………………
Το νιν αντάν να τρώει την γήν, τρώει την γην θαρκιέται
Μα πάντα τζείνον τρώγεται τζαι τζείνον καταλυέται!
Δηλαδή: Ο Ελληνισμός υπάρχει από κτίσεως κόσμου και κανείς μέχρι τώρα δεν κατόρθωσε να τον εξαφανίσει. Κανένας, διότι τον σκεπάζει (προστατεύει) από ψηλά ο Θεός μου. Ο (Ορθόδοξος) Ελληνισμός θα χαθεί μόνον όταν έλθει η συντέλεια του κόσμου….. Το υνί όταν αυλακώνει τη γη νομίζει ότι κάνει κακό στη γη. Μα τελικά το υνί είναι αυτό που φθείρεται και καταστρέφεται.
Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι αποδίδουν την ελπίδα αναστάσεως των υποδούλων και το ελληνορθόδοξο αντιστασιακό φρόνημα των κληρικών μας, οι οποίοι πάντα ήσαν παρόντες και ηγούντο των απελευθερωτικών αγώνων. Δίνει μάλιστα και ένα μήνυμα αισιοδοξίας για το μέλλον του Ελληνισμού απαραίτητο μέσα στη μνημονιακή κατάσταση που ζούμε πλέον στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Οι άλλοι δύο στίχοι που επέλεξα από το εκτενέστατο αυτό επικό ποίημα ( Το τραγούδιν του Κυπριανού ή η Ενάτη Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία Κύπρου) παρομοιάζουν την Τουρκιά με το υνί του γεωργού. Οι Οθωμανοί Τούρκοι νόμιζαν ότι σφάζοντας και καταπιέζοντας θα εξαφανίσουν από προσώπου γης το Ελληνορθόδοξο Γένος. Όμως τελικά από τις συνεχείς εξεγέρσεις των Ελλήνων –και άλλων λαών- διελύθη η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Για την ιστορία αναφέρω ότι ο Εθνομάρτυς Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός υπήρξε μοναχός της Σταυροπηγιακής Μονής του Μαχαιρά, εκεί όπου σε μία άλλη ένδοξη σελίδα του Κυπριακού Ελληνισμού φονεύθηκε μαχόμενος κατά εκατοντάδων Βρετανών ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Γρηγόρης Αυξεντίου (3 Μαρτίου 1957). Επίσης ο Κυπριανός ίδρυσε στις αρχές του 19ου αιώνος την Ελληνική Σχολή, το πρώτο οργανωμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κύπρου, που ονομάζεται σήμερα Παγκύπριον Γυμνάσιον. Στο υπόγειο του σχολείου βλέπουμε και σήμερα την κρύπτη όπου ο Κυπριανός συναντούσε τους εκπροσώπους της Φιλικής Εταιρίας. Τα οστά των θανατωθέντων κληρικών βρίσκονται θαμμένα σε περίλαμπρο μνημείο στο προαύλιο του Ιερού Ναού της Φανερωμένης, στην παλιά Λευκωσία.
Ορθοδοξία και Ελληνικότητα είναι άρρηκτα δεμένες με τη ψυχή και την ταυτότητα των Κυπρίων. Από τα πρό Χριστού χρόνια, όταν οι Αχαιοί έφθασαν από την κυρίως Ελλάδα στα χαμογελαστά Κυπριακά ακρογιάλια, η Κύπρος αγωνίσθηκε και αγωνίζεται να διατηρήσει τον εθνικό της χαρακτήρα παρά τις πάμπολλες κατακτήσεις. Ο Απόστολος Παύλος και ο Απόστολος Βαρνάβας δίδαξαν την αλήθεια του Ευαγγελίου στους Έλληνες της Κύπρου και ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Πάφου υπήρξε ο πρώτος Ευρωπαίος αξιωματούχος που βαπτίσθηκε Χριστιανός. Η Αγία Ελένη μεταφέροντας στην Κωνσταντινούπολη τον Τίμιο Σταυρό ναυάγησε στην Κύπρο και για τη σωτηρία της ίδρυσε την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, που λειτουργεί σήμερα με Αγιορείτικο Τυπικό. Αυτοκέφαλη από τον Ε΄ αιώνα μ.Χ. η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου σήκωσε πάντα ψηλά τη σημαία για τη διατήρηση της πίστης, της γλώσσας και της ελληνικής ρίζας. Σήμερα βλέπουμε την Εκκλησία της Κύπρου και τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄ να δίνουν μαχητικά τον τόνο υπέρ της Ελληνορθόδοξης παιδείας και εναντίον των διαστρεβλωτών της ελληνικοτάτης Ιστορίας της Κύπρου.
Έγραφε χαρακτηριστικά στην αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Κϋπρο το 1953, δύο χρόνια πριν από τον Αγώνα του 1955-59 για την ¨Ενωση με την Ελλάδα:
« … Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα…. ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη απ’ όλη μας την αγάπη και όλη τη συμπαράστασή μας….Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους. Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι- 900 χρόνια. Και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: «Θέλομεν την Ελλάδα μας κι ας τρώγωμεν πέτρες»! Θα ήθελα οι νέοι μας να πήγαιναν στην Κύπρο. Θα έβλεπαν από εκεί πλατύτερο τον τόπο μας».
Αυτό που δεν πρόλαβε να δει ο Σεφέρης ήταν η τουρκική εισβολή του Ιουλίου-Αυγούστου 1974. Αλλά και σήμερα η ψυχή της λαβωμένης Κύπρου παραμένει Ελληνική και Ορθόδοξη!
Άρθρο μου στην εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, μηνός Ιουλίου 2015